μηχανᾶται

μηχανᾶται
μηχανάομαι
make by art
pres subj mp 3rd sg
μηχανάομαι
make by art
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παμμήχανος — παμμήχανος, ον (Α) αυτός που μηχανάται τα πάντα, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] …   Dictionary of Greek

  • παρεδρία — και ιων. τ. παρεδρίη, ἡ, ΜΑ [πάρεδρος] μσν. η διαρκής τήρηση, η συνεχής εκτέλεση («τῇ τοῡ νόμου τούτου παρεδρίᾳ», Ευστ.) αρχ. 1. η παρεδρεία, η συγκαθεδρία 2. η υπηρεσία («ἡ τῶν Γάλλων παρεδρία») 3. η διαρκής παρουσία («ἡ φύσις μηχανᾱται πρὸς τὴν …   Dictionary of Greek

  • τρακτεύω — ΜΑ μσν. 1. πιάνω κάτι με το χέρι, ψηλαφώ 2. διοικώ 3. μτφ. ερευνώ, εξετάζω μια υπόθεση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) τρακτεύει «μηχανᾶται». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tracto «σύρω, διαχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”